- κυνοφόντις
- κυνοφόντις, -ιδος, ἡ (Α)φρ. «κυνοφόντις ἑορτή» — εορτή κατά την οποία θυσιάζονταν σκυλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ό)-* + -φόντις (θηλ. τού -φόντης < θείνω «σκοτώνω») με επίδραση τού φόνος (πρβλ. συο-φόντις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ЛИН — • Linus, Λίνος, красивый, рано погибший юноша. В нем, как в беотийском нарциссе, лакедомонском гиацинте и вифинском Гиласе, олицетворялась природа, погибающая в цветущую пору. Вероятно, Л., подобно Гиацинту и Нарциссу, был названием… … Реальный словарь классических древностей
κυν(ο)- — (AM κυν[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κύων, κυνός «σκύλος» και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στους σκύλους (κυνομαχώ, κυνοειδής, κυνοκλόπος) το κυν(ο) απαντά συχνά σε ονομασίες φυτών… … Dictionary of Greek